Εκεί που μαρτύρησε και αναστήθηκε ο Θεάνθρωπος
Τα πρώτα βυζαντινά χριστιανικά οικοδομήματα και τα πιο σημαντικά από άποψη αρχιτεκτονικής, που αποτέλεσαν πρότυπα πάνω στα οποία στηρίχτηκε η διαμόρφωση πολλών τάσεων στην Αρχιτεκτονική των πρώιμων περιόδων, εντοπίζονται στην Ιερουσαλήμ. Από τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου και μετά συναντάμε σειρά “μαρτυρίων” που είχαν χτιστεί πάνω στα μέρη όπου έζησε και μαρτύρησε ο Ιησούς.
Σημαντικότερο από αυτά είναι ο Γολγοθάς και ο Ναός της Ανάστασης, ένα από τα πιο εντυπωσιακά κυκλικά οικοδομήματα, που αποτέλεσε το πρότυπο κατασκευής πολλών άλλων “μαρτυρίων”.
Ο Ναός, όπως και τα περισσότερα από τα λατρευτικά οικοδομήματα στους Αγίους Τόπους, άρχισαν να σχεδιάζονται μετά το 325-6, όταν η μητέρα τού Μεγάλου Κωνσταντίνου, Αγία Ελένη, σε προσκύνημά της στην Ιερουσαλήμ και πιθανότατα με δική της πρωτοβουλία, αποφάσισε να στεγάσει τα ιερά σημεία της πόλης με ναούς. Σήμερα είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ακριβώς τη μορφή που είχαν τα οικοδομήματα αυτά στην αρχική τους χρήση, καθώς με την πάροδο των αιώνων οι συνεχείς προσθήκες οικοδομημάτων άλλαξαν κατά πολύ τη μορφή και το περίγραμμά τους.
Οι πληροφορίες που έχουν συλλέξει ιστορικοί και αρχαιολόγοι συγκλίνουν στο ότι το επίκεντρο του μνημείου ήταν ο Τάφος, στο πρότυπο των ιουδαϊκών μνημείων της εποχής, λαξευμένος στο πέτρωμα του βράχου με είσοδο προς την Ανατολή. Τον 4ο αιώνα, ο Τάφος απομονώθηκε, απέκτησε κωνικό σχήμα και διακοσμήθηκε με κίονες που στέγαζαν ένα κιβώριο. Το πελώριο οικοδόμημα, ακριβώς λόγω της κυκλικής μορφής του, διαμέτρου 33,70 μέτρων, έχει πολλά αρχιτεκτονικά στοιχεία με έντονο συμβολικό χαρακτήρα. Φυσικά, το βραχώδες έδαφος ισοπεδώθηκε και ο Βράχος του Γολγοθά, στο σημείο που σταυρώθηκε ο Ιησούς, περίπου 30 μέτρα νοτιοανατολικά του Τάφου, λαξεύτηκε σε σχήμα κύβου. Για την πρώτη αυτή μορφή του Ναού υπάρχουν κάποιες πληροφορίες, εικονιστικές και ιστορικές, κυρίως αυτές οι δεύτερες από τον Ευσέβιο, που δε χαρακτηρίζονται όμως από σαφήνεια.
Η ιστορία της ανακάλυψης των τόπων που σχετίστηκαν με το μαρτύριο του Χριστού συνδέεται άμεσα με την ιστορία των λατρευτικών οικοδομημάτων και το πρόσωπο της Αγίας Ελένης. Αναφορικά με τον τόπο όπου σταυρώθηκε και τάφηκε ο Ιησούς, αυτός αναφέρεται ότι ταυτίστηκε από τον Αρχιεπίσκοπο της Ιερουσαλήμ, Μακάριο, στα 326. Ο Τάφος ανακαλύφθηκε κατά τις εκσκαφές που έγιναν με εντολή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ή πιθανότερα της μητέρας του στο σημείο όπου ο αυτοκράτορας Αδριανός είχε ανεγείρει έναν ναό προς τιμήν της Αφροδίτης ή του Ιανού, του Δία και της Αθηνάς. Ο Τάφος διαμορφώθηκε ανάλογα με τα πρότυπα που επέβαλε η αρχιτεκτονική του οικοδομήματος, που είχε σχεδιαστεί για να στεγάσει το μνημείο, και διατηρήθηκε μονάχα ο νεκρικός θάλαμος, ενώ η πρόσβαση και ο προθάλαμος καταστράφηκαν.
Με την πάροδο των αιώνων, η μορφή τού οικοδομήματος άλλαξε πολλές φορές και υπέστη σημαντικές τροποποιήσεις, που αλλοίωσαν την αρχική μορφή του. Από τις πλέον σημαντικές ήταν αυτή του 614, όταν η εισβολή των Περσών στην Ιερουσαλήμ είχε ως συνέπεια μεγάλες καταστροφές. Καταστροφικοί σεισμοί, όπως αυτοί του 746, του 810 και του 967, καθώς και πυρκαγιές επέβαλαν νέες αλλαγές, ενώ η καταστροφή που προκάλεσε στο κτίσμα ο Αιγύπτιος χαλίφης Ελ Χακέμ στις 18 Οκτωβρίου 1090 ήταν τόσο σοβαρή, που άλλαξε τελείως τη μορφή του κτίσματος.
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Μονομάχος ήταν αυτός που ανέλαβε να επισκευάσει το οικοδόμημα του Ναού και κυρίως τη Ροτόντα. Ο αυτοκράτορας διέταξε τους αρχιτέκτονές του να υψώσουν ξανά στην αρχική τους θέση τους κίονες του Ναού της Αναστάσεως, χρησιμοποιώντας για τις παρεμβάσεις σχέδια και απεικονίσεις τού Ναού που είχαν διασωθεί, καθώς και το οικοδομικό υλικό από την πρώτη κατασκευαστική φάση του μνημείου που ανέσυρε από τα ερείπια. Ο Ναός υπέστη εκ νέου σημαντικές τροποποιήσεις από τους σταυροφόρους, που κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ στις 15 Ιουλίου του 1099, καθώς και στο διάστημα των επόμενων αιώνων, όχι όμως σε τόσο μεγάλη κλίμακα εφεξής.
Η ιστορία του πιο σημαντικού Ναού της Χριστιανοσύνης, εκείνου της Αναστάσεως ή του Πανάγιου Τάφου
neakriti.gr