Φαινόμενα Γλωσσικής (και όχι μόνο) αλλοτρίωσης
Επειδή ο σχολιασμός γίνεται από ένα πολυποίκιλο κοινό, θεωρώ ότι ο αναγνώστης των σχολίων αυτών μπορεί να «αλιεύσει» πολλών ειδών «αλιεύματα»: τα σχόλια των αναγνωστών αποτελούν ένα είδος καθρέφτη της κοινωνίας μας. Χωρίς να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι υπάρχουν σχόλια σοβαρά και καλογραμμένα και ατάκες «έξυπνες»και καίριες, υπάρχουν και πολλά άλλα, από τα οποία δυο βασικά πράγματα «αλιεύει» κανείς. Το πρώτο είναι η άγνοια και κακοποίηση της γλώσσας, ενώ το δεύτερο είναι ψυχολογικής και ηθικής φύσεως και άπτεται του συναισθηματικού και του ηθικού κόσμου των σχολιαζόντων. Όσον αφορά το ζήτημα της γλώσσας, θα πρέπει να πούμε ότι δεν θα ήταν τόσο σοβαρό, αν ο λόγος ήταν προφορικός, επειδή στην περίπτωση αυτή είναι εύλογο να γίνονται σφάλματα. Στον γραπτό λόγο, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά, επειδή ο γραπτώς σχολιάζων έχει την άνεση να σκεφτεί και να ερευνήσει, ώστε να χρησιμοποιήσει σωστά τη γλώσσα.
Και τι δεν συναντά κανείς στα εν λόγω σχόλια; Ανορθογραφίες, σολοικισμοί (λανθασμένη σύνταξη), βαρβαρισμοί (λάθη στη μορφολογία της γλώσσας), λάθη στο νόημα των λέξεων κ.ά. «κοσμούν» αυτά τα σύντομα, κατά κανόνα, κείμενα (αφήνω ασχολίαστο το φαινόμενο των greeklish). Γραμμένα «στο πόδι», διατηρούν την προφορική αμεσότητα, μαρτυρούν, ωστόσο, αλλοτρίωση από κάθε έννοια ορθής δια του γραπτού λόγου επικοινωνίας. Πού οφείλεται το φαινόμενο; Οι λόγοι είναι πολλοί, με πρώτο, καθώς πιστεύω, την αδιαφορία και την, κατά συνέπεια, άγνοια των κανόνων που διέπουν τη γραπτή γλωσσική έκφραση. Εδώ φαίνεται, νομίζω, η αποτυχία του σχολείου. Το ελληνικό σχολείο, παρά το γεγονός ότι η γλώσσα έχει απλουστευτεί από την άποψη της ορθογραφίας (π.χ. το μονοτονικό έχει επικρατήσει και οι μαθητές δεν έχουν να «παλέψουν» με τόνους και πνεύματα) και η νεοελληνική κοινή έχει επικρατήσει, δεν έχει καταφέρει να κάμει τα παιδιά, όχι απλώς να μιλούν και να γράφουν σωστά ελληνικά, αλλά να αγαπήσουν τη γλώσσα τους, να ενδιαφερθούν γι’ αυτήν, να θελήσουν να τη μάθουν και να τη χρησιμοποιούν σωστά. Ίσως ένας γλωσσολόγος πει ότι αυτά συνέβαιναν πάντα, ότι αυτό που σήμερα θεωρείται λάθος, αύριο μπορεί να επικρατήσει και να χρησιμοποιείται ως γλωσσικά ορθό (π.χ. οι περισσότεροι σήμερα λένε «ο ψήφος»αντί του ορθού «η ψήφος») και ότι οι παλαιότεροι δεν μιλούσαν καλύτερα τα ελληνικά από όσο τα μιλούμε σήμερα. Δεν ξέρω αν έχει δίκιο. Ίσως και να έχει. Εκείνο που πρέπει να πούμε είναι ότι σήμερα όλα σχεδόν τα παιδιά τελειώνουν το Λύκειο κι επομένως, δύσκολα μπορεί να δικαιολογήσει κάποιος τα «χοντρά» γλωσσικά λάθη σε απόφοιτους Λυκείου. Αντίθετα, σε παλαιότερες εποχές οι περισσότεροι ήταν απόφοιτοι του Δημοτικού και τα λάθη τους οφείλονταν κυρίως στη διμορφία (δημοτική-καθαρεύουσα) της ομιλούμενης τότε γλώσσας, οπότε τα λάθη τους ήταν οι περίφημες «ελληνικούρες», δηλαδή η κακή χρήση εξεζητημένων λέξεων της λόγιας γλώσσας.
Πιστεύω, όμως, ότι η σύγχρονη γλωσσική αμάθεια οφείλεται και στο γεγονός ότι το σχολείο έχει απαξιωθεί και από τις δυο απόψεις του, καθώς και οι πηγές γνώσης είναι πολλές και οι άνθρωποι αμφισβητούν γενικά τους ηθικούς κανόνες. Γλώσσα και ήθος τα παιδιά και οι νέοι τα διδάσκονται, στρεβλά ως επί το πλέίστον, από το διαδίκτυο και τη τηλεόραση, Από την άλλη, η γλωσσολογική άποψη που αναφέραμε δεν σημαίνει ότι η γλώσσα πρέπει να αφεθεί έρμαιο στην «ιδιωτική»χρήση του καθενός. Διότι, εν τοιαύτη περιπτώσει, το γλωσσικό μάθημα στο σχολείο φαντάζει περιττό.
Εκτός, όμως, από την άγνοια, το φαινόμενο είναι αποτέλεσμα της ανωνυμίας που διατηρούν οι σχολιάζοντες. Διότι και στις εφημερίδες συναντούμε σχόλια των αναγνωστών (κυρίως υπό τη μορφή επιστολής), η κατάσταση όμως είναι εντελώς διαφορετική, επειδή στην εφημερίδα τα σχόλια είναι επώνυμα και ο γράφων εκτίθεται στα όμματα των αναγνωστών. Αντίθετα, η ανωνυμία του διαδικτύου επιτρέπει στον καθένα, κλεισμένος στον ατομικό του κόσμο, να γράφει κατά το δοκούν, αδιαφορώντας για τους κανόνες της ορθής χρήσης της ελληνικής γλώσσας. Εκείνο που θέλουν όσοι σχολιάζουν είναι να γράψουν τη γνώμη τους, ασχέτως αν την γράφουν σωστά ή όχι (αλήθεια, στη μετανεωτερική εποχή μας τι είναι σωστό και τι είναι λάθος;). Και γεμίζει το διαδίκτυο με τα πιο «τρελά»γλωσσικά σφάλματα αλλά και τις πιο απίθανες γνώμες και απόψεις, φαινόμενο για το οποίο ίσως ισχυριστεί κάποιος πως είναι δημοκρατική κατάκτηση και υγεία. Είναι όμως; Διότι η δημοκρατία οφείλει βεβαιότατα να επιτρέπει στον καθένα να λέει τη γνώμη του, δίχως όμως αυτό να είναι αρκετό για την καλή λειτουργία της.
Το πρόβλημα, όμως, έχει κι άλλη μια όψη. Διότι, εκτός από την καθαρά γλωσσική πλευρά, υπάρχει η αβάσταχτη ελαφρότητα των περισσότερων σχολίων αλλά και η έλλειψη κάθε ορίου, η καταφυγή στην ασυδοσία που φτάνει στην προστυχιά, στην ευτέλεια, στην ανηθικότητα, από τη στιγμή που εδώ συναντώνται ο φασίστας με τον αναρχικό, ο βλάσφημος με τον μη ισορροπημένο ψυχολογικά, ο «κολλημένος» στο ποδόσφαιρο με τον «κολλημένο» στο κόμμα, ο θρησκευόμενος με τον άπιστο. Τα σχόλια αυτά (πολιτικά, αισθητικά, αθλητικά, κοινωνικά, θρησκευτικά κλπ) ξεχειλίζουν πολλές φορές από ύβρεις, ρατσισμό, σεξισμό, φανατισμό, βλακεία και μίσος κατά πάντων. Εδώ το λόγο τον έχει μάλλον η ψυχολογία. Διότι όλα αυτά αποκαλύπτουν ανθρώπους όχι απλώς θυμωμένους, οργισμένους, με καταπιεσμένη σεξουαλικότητα και πολλά απωθημένα, αλλά, επιπλέον, ανθρώπους ανώριμους, αδιάφορους για την ηθική ποιότητα, ανθρώπους που πιστεύουν ότι με τον τρόπο αυτό γεμίζουν το κενό της ζωής τους, ότι βρίζοντας και εξευτελίζοντας ανωνύμως τους άλλους, οι ίδιοι υψώνουν τον εαυτό των. Είναι τότε να λυπάται κανείς, που ένα σπουδαίο τεχνολογικό επίτευγμα, όπως το διαδίκτυο, χρησιμοποιείται με τέτοιο τρόπο.
Αν τα πράγματα έχουν έτσι, ας σκεφτούμε μήπως η ανυποληψία απέναντι στη γλώσσα και η αδιαφορία για τη γλωσσική έκφραση έχουν σχέση με το ηθικό ποιόν του ανθρώπου. Φαίνεται πως η σχέση είναι άμεση. Διότι η γλώσσα που χρησιμοποιούμε είναι ο καθρέπτης του εαυτού μας, η γλώσσα μας είμαστε εμείς, είναι ο κόσμος μας, οι αντιλήψεις μας, οι σκέψεις μας, τα συναισθήματά μας. «Τα όρια της γλώσσας μου καθορίζουν τα όρια του κόσμου μου», έχει πει ο μεγάλος γλωσσολόγος και φιλόσοφος Βιτγκενστάιν. Που σημαίνει ότι ο κόσμος μου είναι τόσος και τέτοιος, όσο μπορώ να τον εκφράσω γλωσσικά. Ό, τι άλλο έχω μέσα μου και δεν μπορώ να το εκφράσω, αντικειμενικά είναι άγνωστο αν μπορεί να υπάρξει για μένα και γι’ αυτό είναι καλύτερα να σιωπώ. Επομένως, όσα γράφονται στα εν λόγω σχόλια καθρεπτίζουν τον φτωχό, μισερό, μικρό και ευτελή εσωτερικό κόσμο όσων γράφουν με αυτόν τον τρόπο. Το τραγικό είναι ότι όλη αυτή η κατάσταση ανακυκλώνεται διαρκώς: ο ένας ανταγωνίζεται τον άλλο στα γλωσσικά σφάλματα και στην ευτέλεια του λόγου και της σκέψης και το πράγμα γίνεται φαύλος κύκλος. Η ακαθαρσία γεννά την ψείρα και η ψείρα την ακαθαρσία (Παπαδιαμάντης). Μέσα στον σκοτεινό, ατιθάσευτο και λαβυρινθώδη κυβερνοχώρο, ένα χώρο φυγής απ΄ την «πραγματικότητα», όπου υπάρχει η δυνατότητα του χαμαιλεοντισμού, δηλαδή της κατά βούληση μεταμόρφωσης, ο άνθρωπος κινδυνεύει να χάσει τον εαυτό του, παραδιδόμενος στη σαγήνη του μέσου (Ιντερνέτ) και αλλοτριούμενος από τα μεγάλα και ιερά: τη γλώσσα, το πρόσωπο και το ήθος, εν ονόματι μιας ασύδοτης ελευθερίας.
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης