Ο Ψηλορείτης και ο χρόνος
Ένα τέτοιο βουνό είναι και ο δικός μας Ψηλορείτης, το αγέρωχο βουνό που βρίσκεται στη μέση της Κρήτης, η οποία μοιάζει να ισοζυγιάζεται ανατολικά και δυτικά του, έχοντας στο δυτικό της άκρο τα Λευκά Όρη και στο ανατολικό τα Λασιθιώτικα και τα όρη της Σητείας. Ο Ψηλορείτης για τους Κρητικούς δεν είναι ένα οποιοδήποτε βουνό. Είναι κάτι πολύ περισσότερο: είναι ένα σύμβολο που έχει καθιερωθεί μέσα από μια μυθική και μια πολύχρονη ηρωική παράδοση. Ως Ίδη ο Ψηλορείτης είναι ο τόπος όπου, όπως λέγει ο μύθος, ανατράφηκε ο Δίας, ήταν δηλαδή για τους αρχαίους Κρήτες όρος ιερό. Είναι όμως κι ένα βουνό συνδεμένο με τους αγώνες για την ελευθερία, τόσο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας όσο και στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής. Έτσι, ο Ψηλορείτης έγινε για τους Κρητικούς το σύμβολο της ελευθερίας, της λεβεντιάς, των αγώνων αλλά και των ασυμβίβαστων ανθρώπων. Δεν υπάρχει, νομίζω, βουνό που να έχει τραγουδηθεί στην Κρήτη τόσο πολύ, όσο ο Ψηλορείτης (ίσως κι επειδή οι δυο λέξεις ομοιοκαταληκτούν). Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι το όνομά του παραπέμπει περισσότερο σε όνομα που δηλώνει καταγωγή ανθρώπου παρά σε όνομα βουνού, πράγμα που κάνει τον Ψηλορείτη να είναι στη συνείδηση του Κρητικού όχι απλώς ένας τόπος, αλλά κάτι τόσο ζωντανό και οικείο, όσο κι ένα αγαπημένο πρόσωπο.
Όμως ο Ψηλορείτης, για όποιον τον αγαπά και τον παρατηρεί, είναι κι ένας τρόπος μέτρησης του χρόνου, του φυσικού χρόνου, αυτού που γυρνάει κυκλικά και που δεν σχετίζεται με τον ευθύγραμμο, ιστορικό χρόνο, αυτόν που προχωρεί προς το μέλλον, το οποίο όμως κάποτε θα έχει ένα τέλος. Αυτή η ευθύγραμμη αντίληψη του χρόνου εγκαινιάστηκε με τον Χριστιανισμό, αλλά την αποδέχτηκε και ο μαρξισμός. Ο μεν Χριστιανισμός έθεσε ως τέλος του χρόνου τη Βασιλεία του Θεού με τη Δεύτερη Παρουσία του Χριστού, ο δε μαρξισμός την αταξική λεγόμενη κοινωνία. Κυκλική αίσθηση του χρόνου είχαν όλοι οι «φυσικοί»λαοί αλλά και οι αρχαίοι Έλληνες. Στον Όμηρο (Ιλιάς, 146-149) διαβάζουμε:
«οίη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν.
φύλλα τά μὲν τ’ ἄνεμος χαμάδις χέει, ἄλλα δέ
θ’ ὕλη τηλεθόωσα φύει, ἔαρος δ’ ἐπιγίγνεται ὥρη,
ὡς ἀνδρῶν γενεή ἡ μὲν φύει ἡ δ’ ἀπολήγει».
Που σημαίνει: «Οι γενιές των ανθρώπων μοιάζουν σαν τα φύλλα των δένδρων: άλλα ρίχνει στο χώμα ο άνεμος κι άλλα τα θαλερά δένδρα βγάζουν, σαν έρθει η άνοιξη. Έτσι είναι και οι γενιές των ανθρώπων: η μια γεννιέται και η άλλη φτάνει στο τέλος της».
Από το κείμενο φαίνεται πως οι αρχαίοι μας πρόγονοι αντιλαμβάνονταν το χρόνο κυκλικά: οι άνθρωποι κάνουν τον κύκλο τους, όπως τα φύλλα των δένδρων: γεννιούνται, αυξάνονται και πεθαίνουν, για να έλθουν άλλοι άνθρωποι να τους αντικαταστήσουν κι αυτό επαναλαμβάνεται ανενάως.
Αυτή την αντίληψη του κυκλικού χρόνου γεννά και η θέα του χιονισμένου Ψηλορείτη, από τη στιγμή που πέφτουν τα πρώτα χιόνια και τον σκεπάζουν με ένα άσπρο πέπλο, ώσπου να λιώσουν και τα τελευταία και να τον αφήσουν γυμνό κάτω από τις αχτίδες του κρητικού ήλιου. Έτσι το βουνό-σύμβολο της Κρήτης μπορεί να γίνει και σύμβολο του φυσικού χρόνου, αυτού που δεν έχει σχέση με ρολόγια και χρονόμετρα, αλλά ακολουθεί ρυθμούς ανθρώπινους, δηλαδή όχι εξουθενωτικούς και διαλυτικούς για την ανθρώπινη ψυχή. Παρακολουθώντας το αργό λιώσιμο του χιονιού στις κορφές του, αντιλαμβανόμαστε-έστω και μερικώς- την αίσθηση που είχαν για το χρόνο οι προ της τεχνολογικής ανάπτυξης άνθρωποι: η ζωή τους ήταν σαν το χιόνι του Ψηλορείτη που αργολιώνει ή σαν τα φύλλα των δένδρων, όπως είδαμε να λέγει ο Όμηρος.
Αυτοί οι αργοί ρυθμοί έδιναν την εντύπωση πως οι άνθρωποι ζούσαν πολλά χρόνια, πως ο χρόνος δεν περνούσε, πως οι νύχτες ή οι μέρες ήταν ατέλειωτες. Ο φυσικός χρόνος έδενε τους ανθρώπους με τη φύση: με τα χιονισμένα βουνά, με την ανατολή και τη δύση του ήλιου, με τον κύκλο των φυτών από την άνοιξη μέχρι τη συγκομιδή των καρπών και το πέσιμο των φύλλων, με το νερό που κυλούσε κι έφευγε σαν τη ζωή, με τα κύματα της θάλασσας που έρχονται και φεύγουν. Αυτή η αίσθηση στερούσε, βέβαια, το δυναμισμό από τη ζωή, επειδή ο άνθρωπος ένιωθε εγκλωβισμένος σε ένα κύκλο, από τον οποίο τον απάλλασσε μόνον ο θάνατος. Από την άλλη, όμως, η σχέση του με τη φύση χάριζε στη ζωή ηρεμία, ρυθμούς στο μπόι του ανθρώπου κι ένα αίσθημα ποίησης, που μόνο η φύση μπορεί να εμπνεύσει.
Υπάρχει μια σύγχρονη μαντινάδα που λέει:
Στο Ψηλορείτη την κορφή το χιόνι δεν τελειώνει,
ώσπου να λιώσει το παλιό, καινούργιο το πλακώνει.
Σκέφτομαι μήπως ο λαϊκός ποιητής έχει στο νου του όχι πλέον τον ατέλειωτα επαναλαμβανόμενο κυκλικό χρόνο, αφού, παρά την ανανέωση του χιονιού στην κορφή του Ψηλορείτη, πάντα παραμένει ένα, έστω και μικρό, μέρος από το παλιό. Έτσι, το παλιό ανανεώνεται συνεχώς, μένει δηλαδή διαρκώς νέο, άρα αποκτά ένα είδος αιωνιότητας. Αυτή η αιωνιότητα είναι που συνδέει το παλιό με το νέο χιόνι, που κι αυτό, καθώς παλιώνει, διαιωνίζεται. Η μαντινάδα δίνει έτσι μια άλλη διάσταση στον Ψηλορείτη: τη διάσταση της αιωνιότητας. Διότι η αιτία που το χιόνι δεν τελειώνει είναι ότι πέφτει στην κορφή του Ψηλορείτη. Έτσι, το χιόνι, αντί να συμβολίζει κάτι το εφήμερο, ευρισκόμενο στην κορφή του Ψηλορείτη γίνεται σύμβολο της αιώνιας ανανέωσης: το χιόνι ανανεώνει τον Ψηλορείτη και ο Ψηλορείτης παρέχει την αιωνιότητα στο χιόνι. Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς από τη μαντινάδα είναι ότι ο Ψηλορείτης είναι ο παλαιός που μένει πάντα νέος, αφού, όσο κι αν εξωτερικά αλλάζει, πάντοτε διατηρεί κάτι σταθερό και μόνιμο. Αυτό, βέβαια, μπορεί να είναι κι ένας συμβολισμός της σταθερότητας της παράδοσης, που μπορεί να επικαλύπτεται από νέα στοιχεία, αλλά στο βάθος διατηρεί αμετάβλητη την ουσία της. Έτσι ο Ψηλορείτης γίνεται και σύμβολο της αιωνιότητας της παράδοσης που δέχεται διαρκώς ανανεωτικά στοιχεία, δίχως όμως και να αλλοιώνεται.
Ένας νέος χρόνος ξεκίνησε πριν από λίγες μόνο μέρες. Δώσαμε και πήραμε ευχές όλοι για καλή χρονιά. Όλοι θέλουμε στο βάθος να μπορούμε να ελέγξουμε το χρόνο, αυτόν τον μεγάλο προδότη, όπως τον έχουν αποκαλέσει. Όλοι θα θέλαμε να μείνουμε νέοι κι είμαστε πολλές φορές έτοιμοι σαν τον Φάουστ να πουλήσουμε την ψυχή μας, προκειμένου να εξασφαλίσουμε την αιώνια νεότητα. Έχω την εντύπωση πως πρέπει πότε-πότε να σηκώνουμε τα μάτια και να κοιτάζουμε τον Ψηλορείτη, επειδή μπορεί να μας δώσει το μήνυμά του για το χρόνο. Να μας πει δηλαδή πως η αιωνιότητα δεν είναι άλλο από το να βρούμε ένα σταθερό σημείο, όπως είναι η παράδοσή μας η πνευματική, για να εδραιώσουμε τη ζωή μας. Να μας πει ακόμη πως ο χρόνος τρέχει, πως η ζωή φεύγει και πως πρέπει να τη χαρούμε δημιουργικά και με σεβασμό στο μυστήριό της. Κι ακόμη να μας κάμει να σκεφτούμε πως πρέπει να ξαναβρούμε τους δεσμούς με τη φύση, από την οποία όχι μόνο έχουμε αποκοπεί αλλά και την καταστρέφουμε, ξεχνώντας πως είναι θείο δημιούργημα και δώρο που οφείλουμε να το σεβαστούμε.
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης